ἀγαθοεργός

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαθοεργός Medium diacritics: ἀγαθοεργός Low diacritics: αγαθοεργός Capitals: ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: agathoergós Transliteration B: agathoergos Transliteration C: agathoergos Beta Code: a)gaqoergo/s

English (LSJ)

(contr. ἀγαθουργός, Plu.2.1015e, Procl.Inst.122), όν,

   A doing good, Jul.Or.4.144d, Dam. Isid.296, Procl. in Alc.p.54C.:—οἱ Ἀ., at Sparta, Commissioners sent on foreign service, Hdt.1.67.

German (Pape)

[Seite 6] ἀγαθουργός. Bei den Spartanern die 5 ältesten zu Gesandtschaften gebrauchten Ritter (Tim. L. Pl. αἱρετοὶ κατ' ἀνδραγαθίαν), über die man Her. 1, 67 vgl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργός: συνῃρ. -ουργός, όν, (* ἔργω), ὁ τὸ ἀγαθὸν ἐργαζόμενος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἀγαθοεργία. - οἱ Ἀγαθοεργοί, ἐν Σπάρτῃ, οἱ πέντε γεραίτατοι καὶ ἐπιστημότατοι ἐκ τῶν ἱππέων, οἱ εἰς πρεσβείας ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀποστελλόμενοι, Ἡρόδ. 1, 67· ἴδ. αὐτ. Bähr καὶ Ρουγκ. Τιμ. ἐν λέξ. καὶ Γροτίου Ἑλλ. Ἱστ. τόμ. Β΄, σ. 478, 602.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait de bonnes œuvres, de belles actions ; οἱ Ἀγαθοεργοί nom des cinq vétérans de Sparte les plus renommés, auxquels on confiait certaines missions à l’étranger.
Étymologie: ἀγαθός, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
1 plu. οἱ ἀ. que tienen en su haber buenas acciones, hombres de prestigio de magistrados espartanos, Hdt.1.67, cf. Hsch.
2 que hace el bien, benéfico οὐσία Iul.Or.11.144d, προθυμία Dam.Isid.24, τὸ ἀ. καὶ ὠφελητικὸν ὅσον ἐστὶν ἐν τοῖς πολιτεύμασιν Dam.Isid.325, v. ἀγαθουργός.

Greek Monotonic

ἀγαθοεργός: συνηρ. ἀγαθουργός, -ὸν (*ἔργω), αυτός που κάνει αγαθές πράξεις· οἱ Ἀγαθοεργοί στη Σπάρτη ήταν οι πέντε γηραιότεροι και οι πλέον επίσημοι από τους ιππείς, οι οποίοι μετείχαν ως αντιπρόσωποι της πολιτείας σε ξένες αποστολές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰθοεργός: стяж. ἀγαθουργός 2 благодетельный (θεοί Plut.): οἱ ἀγαθοεργοί заслуженные граждане (в Спарте 5 старейших всадников, назначавшихся послами заграницу) Her.

Middle Liddell

[*ἔργω
doing good: — οἱ Ἀγαθοεργοί, at Sparta, the five oldest and most approved knights, who went on foreign missions for the state, Hdt.