στειλειή

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek (Liddell-Scott)

στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s’adapte le manche d’une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.

English (Autenrieth)

(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.

Greek Monotonic

στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

στειλειή: ἡ отверстие в топоре (для топорища) Hom.

Frisk Etymological English

See also: s. στελεά.

Middle Liddell

στειλειή, ἡ,
the hole for the handle of an axe, Od. [deriv. uncertain]