αἱμασιά

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰσιά Medium diacritics: αἱμασιά Low diacritics: αιμασιά Capitals: ΑΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: haimasiá Transliteration B: haimasia Transliteration C: aimasia Beta Code: ai(masia/

English (LSJ)

ἡ,

   A wall of dry stones, αἱμασιάς τε λέγειν to lay walls, Od.18.359; αἱ. λέξοντες 24.224, cf. Hdt.2.69, Theoc.7.22; αἱ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138: of the walls of a city or fortress, Id.1.180, 191, Th.4.43; αἱ. περιοικοδομῆσαι D.55.11; ἐφ' αἱμασιῇσιν ἥμενος Theoc.1.47, cf. IG12(3).248 (Anaphe).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰσιά: ἡ, τοῖχος ἐκ ξηρῶν λίθων, λατ. maceria· αἱμασιάς τε λέγειν, κτίζω τοίχους· (ἴδε λέγω, Β. Ι. 2, αἱμασιολογέω), Ὀδ. Σ. 359· αἱμ. λέξοντες, Ω. 224., παρ’ Ἡροδ. 1.180, 191., περὶ τῶν ἐκ πλίνθων ὀπτῶν τοίχων παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ τοῦ διαρρέοντος τὴν Βαβυλῶνα, καὶ ἁπλῶς περὶ τοίχων ὡς κατοικητηρίων τῶν σαυρῶν, ὁ αὐτ. 2. 69· αἱμ. ἐγγεγλυμμένη τύποισι, περὶ τοίχου περιβάλλοντος Αἰγυπτιακόν τινα ναόν, αὐτόθι 138· περὶ τειχίσματος, ὃ δύναταί τις νὰ ὑπερασπίσῃ, Θουκ. 4. 43· αἱμ. οἰκοδομεῖν, Δημ. 1274 ἐν τέλει· καὶ παρὰ Θεοκρ. 1. 47, κτλ. παῖς κάθηται ἐξ’ αἱμασίῃσιν· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἀνάφης 343010· ἐν τῷ τόπῳ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ ἐλαίαποτὶ τὸν Εὐδώρειον οἶκον, κτλ. (Ἡ σημασία τοῦ τοίχου εἶναι λοιπὸν ἐντελῶς βεβαία, ἡ δὲ τοῦ ἐξ ἀκανθῶν φράκτου φαίνεται στηριζομένη ἐπὶ τῆς ὑποτιθεμένης παραγωγῆς ἐκ τοῦ αἱμός. Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. λέγειν 8).

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
1 épine : αἱμασιὰς λέγειν OD ramasser de l’épine pour une clôture ; clôture d’épines;
2 p. ext. mur de pierres sèches.
Étymologie: αἱμός.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰσιά) -ᾶς, ἡ

• Alolema(s): tb. αἱμᾰσία, jón. αἱμασιή Hdt.1.180
1 valla, cerca, muro αἱμασιὰς λέγειν levantar una valla, Od.18.359, 24.224, αἱ. πλίνθων ὀπτέων Hdt.1.180, αἱμασιὰς ... ἐληλαμένας Hdt.1.191, cf. 2.69, 7.60, Sol.Lg.60a, Th.4.43, Aen.Tact.2.2, D.55.11, Arist.HA 594a11, 623a4, Thphr.HP 6.7.5, Theoc.1.47, 7.22, πλήρεις αἱμασιῶν καὶ κηπίων llenos de cercas y huertos (pero cf. 2) Plb.18.20.1, cf. Plu.2.85f, Opp.C.1.505, D.C.Epit.9.23.2, frec. en inscr. ἡ οἰκοδομία τῶν αἱμασιῶν Didyma 40.12 (II a.C.), cf. Ath.Agora 19.L4b.12 (III a.C.), IEphesos 1525.3 (I a./d.C.).
2 terreno cercado
a) cultivado como huerto, huerta αὐτοῦ ἐφ' αἱμασιαῖσι τὸν ἀγρυπνοῦντα Πρίηπον ἔστησεν λαχάνων Δεινομένης φύλακα aquí en el huerto me colocó Dinómenes a mi, Príapo, vigilante, como guardián de las verduras, AP 16.236 (Leon.), cf. SEG 28.840 (Halicarnaso III/II a.C.);
b) parcela, terreno vallado gener. no cultivado, frec. en inscr. ἐν τῷ ἐν τᾷ αἱμασιᾷ ὁπεῖ ἁ ἐλαία IG 12(3).248.11 (Anafe I a.C.), cf. IG 12(5).872.32, 66 (Tenos IV a.C.), IRhamn.167.17 (III a.C.), IMylasa 814.8 (Olimo II a.C.), IMylasa 255.3 (heleníst.).

• Etimología: Quizá rel. αἱμός ‘bosque’, o tb. c. la glosa de Hsch. αἵμους· ὀβελίσκους.

Greek Monotonic

αἱμᾰσιά: ἡ, τοίχος από ξηρούς λίθους, Λατ. maceria, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰσιά:
1) pl. терновник (αἱμασιὰς λέγειν Hom.);
2) pl. изгородь, плетень Theocr.;
3) каменная ограда, стена Her., Thuc., Dem., Polyb., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wall around a terrain, of stone (thus Hdt. 2, 138) or thorns (Od.), cf. αἱμοί δρυμοί. Αἰσχύλος Αἰτναίαις H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Compared with Lat. saepes (e.g. Specht KZ 68, 124, who tries to explain p : m morphologically). Fur. 223 finds the variation in other non-IE loans, e.g. Πενέσται \/ Μ. (Schwyzer 333 Zus. 2), γέφυρα \/ Arm. kamurǰ. On the accentuation Scheller Oxytonierung 87f., on the meaning Picard Rev. Arch. 1946, 68f.

Middle Liddell


a wall of dry stones, Lat. maceria, Od., etc. [deriv. uncertain].]