ἀκατακάλυπτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατακάλυπτος Medium diacritics: ἀκατακάλυπτος Low diacritics: ακατακάλυπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akatakályptos Transliteration B: akatakalyptos Transliteration C: akatakalyptos Beta Code: a)kataka/luptos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, LXX Le. 13.45 (v.l.), Plb.15.27.2, 1 Ep.Cor.11.5,13; ἀκαθαρσία Ph.1.72.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατακάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, Ἑβδ., Πολύβ. 15. 27, 2, Κορ. Α΄, ια΄, 5, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, non couvert.
Étymologie: ἀ, κατακαλύπτω.

Spanish (DGE)

-ον
I descubierto esp. de mujeres sin velo Δανάη Plb.15.27.2, γυνή 1Ep.Cor.11.5, 13
del leproso ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκατακάλυπτος LXX Le.13.45.
II 1descarado, a las claras ἀκαθαρσία Ph.1.72.
2 no disimulado, llano φωνή Eus.PE 13.1.

English (Abbott-Smith)

ἀκατακάλυπτος, -ον (< κατακαλύπτω), [in LXX: Le 13:45 A (פָּרוּע) *;]
uncovered, unveiled: I Co 11:5, 13. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of κατά and καλύπτω; unveiled: uncovered.

English (Thayer)

(κατακαλύπτω), not covered, unveiled: Polybius 15,27, 2; (the Sept., Philo).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατακάλυπτος, -ον) κατακαλύπτω
αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου
νεοελλ.
1. τελείως ακάλυπτος, φανερός
2. (ως στρατιωτ. όρος) τόπος που δεν προστατεύεται καθόλου με προκαλύμματα
αρχ.
1. ασκεπής, με ακάλυπτο κεφάλι (κυρίως για γυναίκες
Πολ. 15.27.2. ΠΔ Λευϊτ. 13, 45, Μ. Βασίλειος κ.ά.)
2. μτφ. απλός, δίχως προσποίηση
«γυμνῇ και ἀκατακαλύπτῳ φωνῇ» (Ευσέβιος).

Greek Monotonic

ἀκατακάλυπτος: -ον (κατακαλύπτω), ακάλυπτος, ασκεπής, φανερός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατακάλυπτος: незакутанный, с непокрытой головой (γυνή Polyb., NT).

Middle Liddell

κατακαλύπτω
uncovered, NTest.