τύρευμα

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρευμα Medium diacritics: τύρευμα Low diacritics: τύρευμα Capitals: ΤΥΡΕΥΜΑ
Transliteration A: týreuma Transliteration B: tyreuma Transliteration C: tyrevma Beta Code: tu/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is curdled, cheese, in pl., E.El.496, Cyc.162,190.    II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.

Greek (Liddell-Scott)

τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.

Greek Monotonic

τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.

Russian (Dvoretsky)

τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.

Middle Liddell

τύ¯ρευμα, ατος, τό,
that which is curdled, cheese, Eur.