Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυκτίφαντος

From LSJ
Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφαντος Medium diacritics: νυκτίφαντος Low diacritics: νυκτίφαντος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: nyktíphantos Transliteration B: nyktiphantos Transliteration C: nyktifantos Beta Code: nukti/fantos

English (LSJ)

ον,

   A appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.) : generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.

Greek Monolingual

νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].

Greek Monotonic

νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).

Middle Liddell

νυκτί-φαντος, ον,
appearing by night, Aesch., Eur.