κουροβόρος

From LSJ
Revision as of 14:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουροβόρος Medium diacritics: κουροβόρος Low diacritics: κουροβόρος Capitals: ΚΟΥΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kourobóros Transliteration B: kouroboros Transliteration C: kourovoros Beta Code: kourobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512· ἴδε πάχνη.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, θυμο-βόρος].

Greek Monotonic

κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουροβόρος -ον [κοῦρος, βιβρώσκω] kinderen verslindend; van verslonden kinderen:. δίκαν... πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει hij zal gerechtigheid brengen voor het geronnen bloed van de verslonden kinderen Aeschl. Ag. 1512.

Middle Liddell

κουρο-βόρος, ον βιβρώσκω
devouring children, Aesch.