δημεραστής

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημεραστής Medium diacritics: δημεραστής Low diacritics: δημεραστής Capitals: ΔΗΜΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmerastḗs Transliteration B: dēmerastēs Transliteration C: dimerastis Beta Code: dhmerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence Subst. δημεραστ-ία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστ-ικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.

Greek Monolingual

δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.

Greek Monotonic

δημεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά το λαό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δημεραστής: οῦ ὁ народолюб, друг народа Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημεραστής -οῦ, ὁ [δῆμος, ἐραστής] vriend van het volk.

Middle Liddell

a friend of the people, Plat.