ὑπερορία

From LSJ
Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερορία Medium diacritics: ὑπερορία Low diacritics: υπερορία Capitals: ΥΠΕΡΟΡΙΑ
Transliteration A: hyperoría Transliteration B: hyperoria Transliteration C: yperoria Beta Code: u(perori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A v. ὑπερόριος 1.2.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.

Greek Monolingual

η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.

Greek Monotonic

ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).

Middle Liddell

ὑπερορία, ἡ, [v. ὑπερόριος.]