ὑπερορία
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.
Greek Monolingual
η / ὑπερορία, ΝΜΑ
βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερορία: ἡ, βλ. ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερορία: ἡ (sc. γῆ) зарубежные края (Xen. etc.; εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῖν Plat.).