ἁλιφθορία

From LSJ
Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιφθορία Medium diacritics: ἁλιφθορία Low diacritics: αλιφθορία Capitals: ΑΛΙΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: haliphthoría Transliteration B: haliphthoria Transliteration C: alifthoria Beta Code: a(lifqori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A disaster at sea, shipwreck, AP9.41 (Theon).

German (Pape)

[Seite 99] ἡ, Meeruntergang, Schiffbrüch, ναυτῶν Theon. 1 (IX, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιφθορία: ἡ, τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ δυστύχημα, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 9. 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perte en mer, naufrage.
Étymologie: ἁλιφθόρος.

Greek Monolingual

ἁλιφθορία, η (Α) ἁλιφθόρος
καταστροφή που προκαλείται από τη θάλασσα, ναυάγιο.

Greek Monotonic

ἁλιφθορία: ἡ, καταστροφή στη θάλασσα, ναυάγιο πλοίου, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἁλιφθόρος
a disaster at sea, shipwreck, Anth.