ἀναφυγή
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
ἡ, (ἀναφεύγω)
A escape, release from, ἀναφυγὰς κακῶν A.Ch. 943. II place of retreat, Plu.Aem.16. III withdrawal, retraction, μήτρας Sor.2.26.
German (Pape)
[Seite 214] ἡ, das Entrinnen, κακῶν Aesch. Ch. 931; der Rückzug, Plut. Aemil. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφυγή: ἡ, (ἀναφεύγω) διαφυγὴ ἢ ἀπόλυσις ἔκ τινος, ἀναφυγὰς κακῶν Αἰσχύλ. Χο. 943. II. ὑποχώρησις, Πλουτ. Αἰμίλ. 16.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 moyen d’échapper;
2 lieu de retraite, retraite.
Étymologie: ἀναφεύγω.
Spanish (DGE)
(ἀναφῠγή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμφ- A.Supp.806
1 huida, escape κακῶν A.Ch.943, ἀμφυγᾶς ... πόρον A.Supp.806.
2 refugio Plu.Aem.16, D.C.69.12.3.
3 medic. contracción μήτρας Sor.109.19.
Greek Monolingual
ἀναφυγή, η (Α)
1. διαφυγή
2. υποχώρηση.
Greek Monotonic
ἀναφῠγή: ἡ (ἀναφεύγω),
I. διαφυγή, απόδραση από κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
II. υποχώρηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφῠγή: дор. ἀμφῠγά ἡ
1) избегание, ускользание (κακῶν Aesch.);
2) отход, отступление или способ отступления (ἀναφυγὰς καὶ περιδρομὰς ἔχειν Plut.).
Middle Liddell
ἀναφεύγω
I. escape from a thing, c. gen., Aesch.
II. a retreat, Plut.