ἀντίτομος

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτομος Medium diacritics: ἀντίτομος Low diacritics: αντίτομος Capitals: ΑΝΤΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: antítomos Transliteration B: antitomos Transliteration C: antitomos Beta Code: a)nti/tomos

English (LSJ)

ον, (ἀντιτέμνω)

   A cut as a remedy for an evil:—Subst. ἀντίτομον, τό, remedy, antidote, h.Cer.229, Hsch.; ἀντίτομα ὀδυνᾶν antidotes for pains, Pi.P.4.221.    II having opposite curvatures for cutting, Paul.Aeg.6.30.

German (Pape)

[Seite 262] als Gegenmittel zu gebrauchen, φάρμακον, was auch fehlt, z. B. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν Pind. P. 4, 221; vgl. H. h. Cer. 229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτομος: -ον, (ἀντιτέμνω) ὁ τεμνόμενος ὡς θεραπεία κακοῦ τινος: - ἀντίτομον, τό, φάρμακον, ἀντίδοτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229· ἀντίτομα ... ὀδυνᾶν, ἀντίδοτα ὀδυνῶν, Πινδ. Π. 4. 394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe à l’encontre en parl. de ciseaux, dont les deux branches coupent à l’encontre l’une de l’autre;
2 qui coupe de façon à s’opposer à, d’où subst. τὸ ἀντίτομον remède, antidote.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.

English (Slater)

ἀντῐτομος n. pl. pro subs.,
   1 remedy c. gen. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (κατὰ μεταφορὰν τὴν ἀπὸ τῶν ῥιζοτόμων. Σ.) (P. 4.221)

Spanish (DGE)

-ον
I subst. τὸ ἀ.
1 cortado como remedio, antídoto ὀδυσᾶν Pi.P.4.221, cf. h.Cer.229, Hsch.
2 sent. dud., quizá tomo o volumen, POxy.381 (I d.C.).
3 bot. consuelda o sínfito mayor, Symphytum officinale L., cf. antitumon anagallicus, Gloss.3.550.
II adj. que tienen corte opuesto de la curvatura de las amígdalas, Paul.Aeg.6.30.

Greek Monolingual

ἀντίτομος, -ον (Α) αντιτέμνω
1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού
2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἀντίτομος: -ον (ἀντιτέμνω), κομμένος ως γιατρειά για ένα κακό· ἀντίτομον, τό, γιατρειά, αντίδοτο, σε Όμηρ.· τινος, για κάτι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀντιτέμνω
cut as a remedy for an evil: —ἀντίτομον, ου, τό, a remedy, antidote, Hom.; τινος for a thing, Pind.