δημοποίητος

From LSJ
Revision as of 19:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοποίητος Medium diacritics: δημοποίητος Low diacritics: δημοποίητος Capitals: ΔΗΜΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: dēmopoíētos Transliteration B: dēmopoiētos Transliteration C: dimopoiitos Beta Code: dhmopoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A made a citizen, but not one by birth, Plu.Sol.24, Luc. Scyth.8, Aristid.1.103J.

German (Pape)

[Seite 563] zum Bürger gemacht, von Fremden u. Freigelassenen, die nicht von Geburt Bürger sind; Plut. Soi. 24; Luc. Scyth. 8; Hesych. ὁ κατὰ ψήφισμα δήμου γεγονὼς πολίτης, ξένος ὤν.

Greek (Liddell-Scott)

δημοποίητος: -ον, ὁ ποιηθείς πολίτης, πολιτογραφηθείς, μὴ ὢν φύσει ἐκ γενετῆς πολίτης, Πλούτ. Σόλ. 24, Λουκ. Σκύθ. 8, πρβλ. Δημ. 1376. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
naturalisé citoyen.
Étymologie: δῆμος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dor. δαμ- Annuario 41-42.1963-64.173.67 (Cos III/II a.C.)
1 hecho ciudadano por adopción πατήρ Aeschin.Ep.12.13, ξένος Arist.Fr.88, φυλέται Plu.2.628a, Ἀνάχαρσις, δ. γενόμενος Luc.Scyth.8
subst. ὁ δ. Hyp.Fr.146, Annuario l.c., ὁ τῶν δημοποιήτων νόμος Plu.Sol.24, cf. Ath.183d, Aristid.Or.1.26, 29, Hdn.Gr.1.228, Lex.Vind.s.u.
ὑπὲρ Δημοποιήτου en defensa de un ciudadano por adopción tít. de un discurso de Hipérides, Harp.s.u. ἕρκειος Ζεύς
ὁ Δ. El ciudadano por adopción tít. de una comedia de Timóstrato, Sud.s.u. χάραξ (v. ap. crít.).
2 aceptado por el pueblo, a ojos del pueblo δυσφημία Fauorin.de Ex.5.31.

Greek Monolingual

δημοποίητος, -ον (Α)
(για ξένους ή απελεύθερους) αυτός που πολιτογραφήθηκε, που έγινε πολίτης.

Greek Monotonic

δημοποίητος: -ον, αυτός που αποκτά υπηκοότητα, πολιτογραφείται, όχι ο εκ γενετής πολίτης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοποίητος -ον [δῆμος, ποιέω] tot burger gemaakt.

Russian (Dvoretsky)

δημοποίητος: принятый в число граждан, получивший гражданские права Plut., Luc.

Middle Liddell


made a citizen, not one by birth, Plut.