διεξελέγχω
English (LSJ)
A refute utterly, Luc.Alex.61, Plu.2.922e, Gal.4.518:—Pass., ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται when they are convicted of ignorance, Them. Or.21.259b.
German (Pape)
[Seite 619] ganz überführen, widerlegen, Luc. Alex. 61; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεξελέγχω: ἐντελῶς ἐξελέγχω, ἀναιρῶ, ἀποδεικνύω τι ἄλλως ἔχον, Γαλην. 3. 187, Λουκ. Ἀλεξ. 61.
French (Bailly abrégé)
réfuter complètement.
Étymologie: διά, ἐξελέγχω.
Spanish (DGE)
1 refutar, rebatir ἡ γραφὴ ... τὰ μὲν διεξελέγχουσα Luc.Alex.61, ὑμᾶς Plu.2.922e, τὰς μοχθηρὰς αἱρέσεις Gal.6.80.
2 poner de manifiesto en discusiones, c. ac. y part. pred. αὕτη ... ἡ ῥῆσις ἀμφοτέρους διεξελέγχει μὴ γιγνώσκοντας τὴν Ἀριστοτέλους δόξαν Gal.4.518, en v. pas. ὅταν ἀμαθέστεροι διεξελέγχωνται cuando se ponga al descubierto su ignorancia Them.Or.21.259b.
Greek Monolingual
διεξελέγχω (Α) εξελέγχω
ελέγχω εντελώς, μετά από έλεγχο αποδεικνύω την πλάνη ή την άγνοια κάποιου.
Greek Monotonic
διεξελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω ολοκληρωτικά, αναιρώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διεξελέγχω: Plut., Luc. = διελέγχω 1.