δορατοπαχής

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτοπᾰχής Medium diacritics: δορατοπαχής Low diacritics: δορατοπαχής Capitals: ΔΟΡΑΤΟΠΑΧΗΣ
Transliteration A: doratopachḗs Transliteration B: doratopachēs Transliteration C: doratopachis Beta Code: doratopaxh/s

English (LSJ)

ές,

   A of a spear-shaft's thickness, X. Cyn.10.3.

German (Pape)

[Seite 658] ές, von der Dicke eines Speeres, Xen. Cyn. 10, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτοπᾰχής: -ές, ἔχων τὸ πάχος τοῦ ξύλου δόρατος, Ξεν. Κυν. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de l’épaisseur d’une lance.
Étymologie: δόρυ, πάχος.

Spanish (DGE)

-ές
del grosor de una lanza ἔστω τὰς ῥάβδους κρανείας δορατοπαχεῖς X.Cyn.10.3.

Greek Monolingual

δορατοπαχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πάχος ίσο με το ξύλο δόρατος.

Greek Monotonic

δορᾰτοπᾰχής: -ές (πάχος), αυτός που έχει το πάχος του ξύλου ενός δόρατος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δορατοπᾰχής: толщиной с копье (ῥάβδοι Xen.).

Middle Liddell

δορᾰτο-πᾰχής, ές adj πάχος
of a spear's thickness, Xen.