διχόρροπος

From LSJ
Revision as of 21:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόρροπος Medium diacritics: διχόρροπος Low diacritics: διχόρροπος Capitals: ΔΙΧΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: dichórropos Transliteration B: dichorropos Transliteration C: dichorropos Beta Code: dixo/rropos

English (LSJ)

ον,

   A oscillating, γνώμη Trag.Adesp.341. Adv. -πως waveringly, doubtfully, used only by A., and always with a neg., οὐ or μὴ δ. Ag.349, 815, 1272, Supp.605, 982.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόρροπος: -ον, ταλαντευόμενος, ἀμφιρρεπής, Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. διχορρεπής.

Spanish (DGE)

(δῐχόρροπος) -ον
1 vacilante γνώμη Trag.Adesp.341.
2 adv. -ως con duda, con vacilación siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.A.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.A.815, καταγελωμένη ... οὐ δ. de Casandra, A.A.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ. A.Supp.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ. A.Supp.982.

Greek Monolingual

διχόρροπος, -ον (Α)
αμφίβολος, αμφίρροπος, αβέβαιος.

Greek Monotonic

δῐχόρροπος: -ον (ῥέπω), αμφιταλαντεύομενος, αναποφάσιστος, αμφίρροπος· Επίρρ. -πως, αμφίρροπα, αμφίβολα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

adj ῥέπω
oscillating: adv. -πως, waveringly, doubtfully, Aesch.