ἐναγίζω

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰγίζω Medium diacritics: ἐναγίζω Low diacritics: εναγίζω Capitals: ΕΝΑΓΙΖΩ
Transliteration A: enagízō Transliteration B: enagizō Transliteration C: enagizo Beta Code: e)nagi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Is.6.51, 7.30:—offer sacrifice to the dead, opp. θύω (to the gods), τινί Hdt.1.167; ἐ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, opp. θύειν τινὶ ὡς ἀθανάτῳ, Id.2.44, cf. Is.6.51, al., Plb.23.10.17; τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG22.1006.26 (ii B. C.): c. acc. rei, ἐ. ἀποπυρίδας τινί Clearch.16; κριόν Plu.Thes.4, etc.

German (Pape)

[Seite 824] Todtenopfer bringen, Her. 1, 167, τινί; die jährlich auf dem Grabe dargebracht wurden; Plut. Arist. 21; Is. 2, 46. 6, 51; auch = den Heroen opfern, Her. 2, 44, nicht = den Göttern opfern (θύειν), vgl. Plut. Her. malign. 13 u. Schol. Ap. Rh. 1, 587; auch βοῦν, ταῦτα οὐκ ἄρνας, Plut. Sol. 21 Cat. mai. 15; ἀποπυρίδας Clearch. Ath. VIII, 344 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγίζω: προσφέρω θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς σκιάς, ἀντίθετον τῷ θύω (ὅπερ ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ πολέμαρχος θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, ἄγος γὰρ τὸ μίασμα».

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνήγιζον;
sacrifier à un mort ou à un demi-dieu.
Étymologie: ἐναγής.

Spanish (DGE)

1 intr. ofrecer sacrificios funerarios, rendir honras fúnebres en honor de héroes o guerreros caídos en la guerra, c. dat. τῷ δὲ ἑτέρῳ (Ἡρακλέι) ὡς ἥρωι ἐναγίζουσι dif. de θύειν Hdt.2.44, cf. Apollod.2.5.1, ἐναγίζειν Ἀτρείδαις καὶ Τυδείδαις Arist.Mir.840a6, cf. Fr.426, Plb.23.10.17, Str.13.1.32, Paus.7.19.10, (Ἀχιλλεῖ) ἐνήγιζον δὲ ὡς τεθνεῶτι Philostr.Her.69.5, τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG 22.1006.26 (II a.C.), τοῖς δὲ τελευτήσασι τῶν στρατιωτῶν ἐν τῇ μάχῃ D.C.68.8.2, en honor de familiares y muertos en gener. ἵνα μήτε τὰ ἱερὰ τὰ πατρῷα ὑπὲρ ἐκείνου μηδεὶς τιμᾷ μήτ' ἐναγίζῃ αὐτῷ Is.2.46, τοῖς κατοιχομένοις Plu.2.285b, cf. 872e, Lib.Narr.13, οὐδὲ τοῖς γονεῦσιν οἱ πολλοὶ ἐναγίζουσιν de los tesalios, Philostr.Her.70.13, τῷ μὲν πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ἐ. Ael.Fr.42, (Ῥωμαῖοι) τοῖς φθιτοῖς ἐναγίζουσι Plu.Num.19, cf. 2.268b, τεθνηκότι Κασσίῳ παίζοντες καὶ γελωτοποιοῦντες ἐναγίζομεν Plu.Brut.45, ᾧ καὶ ἐνήγισεν ἐν τῷ οἰκήματι ἐν ᾧ ἐτετελευτήκει D.C.68.30.1, cf. 69.11.1, tb. sin dat. ἐπὶ τὰ μνήματα ἰέναι χεόμενον καὶ ἐναγιοῦντα acudir a los sepulcros ofreciendo libaciones y sacrificios Is.6.51, cf. 65, part. subst. οἱ Ἐναγίζοντες los que ofrecen sacrificios a los difuntos tít. de una comedia de Dífilo, Ath.165e.
2 tr. ofrecer en sacrificio c. ac. de la ofrenda o lo sacrificado ὡς νεκρῷ ... τὸ ἱερεῖον ἐ. Apollod.2.5.1, ἐναγίζουσι δ' αὐτῷ μέλανα κριὸν οἱ μαντευόμενοι Str.6.3.9, ὅσα ἥρῳ ἐνήγισε Arr.An.2.5.9, cf. Plu.Thes.4, Hld.1.17.5, ἀποπυρίδας ἐπὶ τοῦ μνήματος ἐνήγιζεν αὐτῷ le ofrecía como sacrificio una parrillada de peces sobre la tumba Clearch.58, αἶγα μέλαιναν Eus.Marcell.1.3.2, τὸ λιβανωτὸν τοῖς δαίμοσιν Gr.Nyss.Mart.2.160.27, en v. pas. ἀκήκοας πολλάκις ὡς ἱερεῖα τρεφόμεθα τοῖς θεοῖς ἐναγισθησόμενοι has oído muchas veces que nosotros somos alimentados para ser sacrificados como ofrendas a los dioses Hld.9.24.5.

Greek Monolingual

ἐναγιζω (Α)
1. προσφέρω θυσίες ή χοές σε νεκρούς ή ήρωες
2. σκοτώνω.

Greek Monotonic

ἐνᾰγίζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία στους νεκρούς ή στα πνεύματα των νεκρών, Λατ. parentare, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰγίζω: (тж. ἐ. τι Plut.) совершать жертвоприношение (теням усопших) (τῷ μὲν ἀθανάτῳ θύειν, τῷ δ᾽ ἥρωϊ ἐ. Her.; φθαρτοῖς καὶ ἥρωσιν ἐ., ἀλλὰ μὴ θύειν ὡς θεοῖς Plut.; τινί Arst., Isae.).

Middle Liddell

fut. σω
to offer sacrifice to the dead or manes, Lat. parentare, τινί Hdt., etc.