ἐξύφασμα

From LSJ
Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῠφασμα Medium diacritics: ἐξύφασμα Low diacritics: εξύφασμα Capitals: ΕΞΥΦΑΣΜΑ
Transliteration A: exýphasma Transliteration B: exyphasma Transliteration C: eksyfasma Beta Code: e)cu/fasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A finished web, κερκίδος ἐ. σῆς E.El.539.

German (Pape)

[Seite 890] τό, das (vollendete) Gewebe, κερκίδος Eur. El. 539; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξύφασμα: ῠ, τό, ὕφασμα, κερκίδος σῆς ἐξ. Εὐρ. Ἠλ. 539.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
tissu.
Étymologie: ἐξυφαίνω.

Greek Monolingual

ἐξύφασμα, το (Α)
φρ. «κερκίδος σῆς ἐξύφασμα» — αυτό που ύφανε ο αργαλιός σου (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξύφασμα: [ῠ], -ατος, τό, αποτελειωμένο ύφασμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξύφασμα: ατος (ῠ) τό ткань Eur.

Middle Liddell

ἐξύ˘φασμα, ατος, τό, [from ἐξῠφαίνω]
a finished web, Eur.