ἐποπτήρ

From LSJ
Revision as of 22:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτήρ Medium diacritics: ἐποπτήρ Low diacritics: εποπτήρ Capitals: ΕΠΟΠΤΗΡ
Transliteration A: epoptḗr Transliteration B: epoptēr Transliteration C: epoptir Beta Code: e)popth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq., of tutelary gods,

   A λιτῶν A.Th.640 ; also ἐ. φρυκτωριῶν Arist.Mu.398a31.

German (Pape)

[Seite 1008] ῆρος, ὁ, = Folgdm, der auf Etwas hinsieht, es berücksichtigt, λιτῶν Aesch. Spt. 622; φρυκτωριῶν, Arist. mund. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― ὡσαύτως, ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui veille à ou sur, gén..
Étymologie: ἐπόψομαι.

Greek Monolingual

ἐποπτήρ, ὁ (Α)
αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.
β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].

Greek Monotonic

ἐποπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, λιτῶν, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτήρ: ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.

Middle Liddell

ἐποπτήρ, ῆρος, = ἐπόπτης
of tutelary gods, λιτῶν Aesch.