ἐπιφόρημα

From LSJ
Revision as of 22:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφόρημα Medium diacritics: ἐπιφόρημα Low diacritics: επιφόρημα Capitals: ΕΠΙΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: epiphórēma Transliteration B: epiphorēma Transliteration C: epiforima Beta Code: e)pifo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A dishes served up besides or after, dessert, Hdt.1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc. : in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.    2 offering at the grave, Iamb.VP27.122.

German (Pape)

[Seite 1001] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ δεῖπνον, s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρημα: τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ δεῖπνον, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. Ἄβυδος. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
second service, dessert.
Étymologie: ἐπιφορέω.

Greek Monolingual

ἐπιφόρημα, τὸ (A) επιφορώ
1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα
πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῑσι», Ηρόδ.)
2. προσφορά πάνω στον τάφο.

Greek Monotonic

ἐπιφόρημα: -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή μετά από το κύριο γεύμα, επιδόρπιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφόρημα: ατος τό блюдо, разносимое в конце трапезы, десерт Luc., pl. Her.

Middle Liddell

ἐπιφόρημα, ατος, τό, [from ἐπιφορέω
in pl. dishes served up besides or after, dessert, Hdt., etc.