εὐέργεια

From LSJ
Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέργεια Medium diacritics: εὐέργεια Low diacritics: ευέργεια Capitals: ΕΥΕΡΓΕΙΑ
Transliteration A: euérgeia Transliteration B: euergeia Transliteration C: evergeia Beta Code: eu)e/rgeia

English (LSJ)

Ion. εὐεργ-είη, ἡ, = sq.1, AP15.34 (Arethas).    2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).

Greek (Liddell-Scott)

εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.

Greek Monolingual

εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.

Greek Monotonic

εὐέργεια: Ιων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία I, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐέργεια: ἡ благодеяние Anth.

Middle Liddell

= εὐεργεσία I, Anth.]