ζηλωτικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ή, όν,
A emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.
German (Pape)
[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable d’ardeur, de zèle, d’émulation.
Étymologie: ζηλωτός.
Greek Monolingual
ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.
Greek Monotonic
ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.