θηλυκτόνος

From LSJ
Revision as of 23:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυκτόνος Medium diacritics: θηλυκτόνος Low diacritics: θηλυκτόνος Capitals: ΘΗΛΥΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: thēlyktónos Transliteration B: thēlyktonos Transliteration C: thilyktonos Beta Code: qhlukto/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying by woman's hand, Ἄρης θ. Id.Pr.860.

German (Pape)

[Seite 1207] Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυκτόνος: -ον, ὁ διὰ γυναικείας χειρὸς φονεύων, Ἄρης θ. Αἰσχύλ. Πρ. 860.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue par la main d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, κτείνω.

Greek Monolingual

θηλυκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο-κτόνος, ζωο-κτόνος.

Greek Monotonic

θηλυκτόνος: -ον (ἔκτονα, παρακ. του κτείνω), αυτός που φονεύεται από γυναικείο χέρι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θηλυκτόνος: убивающий руками (т. е. через посредство) женщин (Ἄρης Aesch.).

Middle Liddell

θηλυ-κτόνος, ον ἔκτονα, perf. of κτείνω
slaying by woman's hand, Aesch.