ἱεροσυλία

From LSJ
Revision as of 23:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλία Medium diacritics: ἱεροσυλία Low diacritics: ιεροσυλία Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: hierosylía Transliteration B: hierosylia Transliteration C: ierosylia Beta Code: i(erosuli/a

English (LSJ)

ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.

Greek Monotonic

ἱεροσῡλία: ἡ, βεβήλωση ιερού, σύληση ναού, ιεροσυλία, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροσῡλία: ἡ ограбление храма, кража священной утвари Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.

Middle Liddell

ἱεροσῡλία, ἡ,
temple-robbery, sacrilege, Xen., Plat.