κακοξύνετος

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοξύνετος Medium diacritics: κακοξύνετος Low diacritics: κακοξύνετος Capitals: ΚΑΚΟΞΥΝΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoxýnetos Transliteration B: kakoxynetos Transliteration C: kakoksynetos Beta Code: kakocu/netos

English (LSJ)

ον,

   A wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.

German (Pape)

[Seite 1301] zum Bösen klug, arglistig, Thuc. 6, 76 im comparat., nach Schol. πανουργότερος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξύνετος: -ον, συνετὸς εἰς τὸ κακόν, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ, οὐχὶ ὀλιγώτερον συνετοῦ ἀλλὰ συνετωτέρου εἰς τὸ κακόν, Θουκ. σ. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile dans l’art de faire le mal;
seul. Cp. κακοξυνετώτερος.
Étymologie: κακός, σύνετος.

Greek Monolingual

κακοξύνετος, -ον (Α)
ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» — όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ξυνετός].

Greek Monotonic

κᾰκοξύνετος: -ον, αυτός που έχει φρόνιμη σκέψη προς το κακό, πανούργος, δόλιος, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοξύνετος -ον [κακός, συνίημι] slinks, sluw, leep.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοξύνετος: хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредный: οὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. не более глупый, но более коварный.

Middle Liddell

κᾰκο-ξύνετος, ον
wise for evil, Thuc.