καταειμένος

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταειμένος Medium diacritics: καταειμένος Low diacritics: καταειμένος Capitals: ΚΑΤΑΕΙΜΕΝΟΣ
Transliteration A: kataeiménos Transliteration B: kataeimenos Transliteration C: kataeimenos Beta Code: kataeime/nos

English (LSJ)

η, ον, pf. part. Pass.,    1 of καταέννυμι, Od.13.351.    2 of καθίημι, hanging down over, A.R.1.939, 3.830.

Greek (Liddell-Scott)

καταειμένος: -η, -ον, μετοχ. παθ. πρκμ., 1) τοῦ καταέννυμι, Ὀδ. Ν. 351. 2) τοῦ καθίημι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 830.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. de καταέννυμι.

English (Autenrieth)

see καταέννῦμι.

Greek Monotonic

καταειμένος: -η, -ον, Παθ. μτχ. του κατα-έννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταειμένος ptc. perf. pass. van καταέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

καταειμένος: эп. part. pf. pass. к καταέννυμι.

Middle Liddell

καταειμένος, η, ον part. perf. pass. of κατα-έννυμι