καταδουπέω

From LSJ
Revision as of 23:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουπέω Medium diacritics: καταδουπέω Low diacritics: καταδουπέω Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΠΕΩ
Transliteration A: katadoupéō Transliteration B: katadoupeō Transliteration C: katadoupeo Beta Code: katadoupe/w

English (LSJ)

   A fall with a loud heavy sound, crash, aor. 2, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ AP7.637 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1347] (s. δουπέω), krachend niederstürzen, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Antip. Sid. 96 (VII, 637). – Sp. auch transit., betäuben.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουπέω: πίπτω μετὰ δούπου ἢ ἰσχυροῦ ἤχου, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Ἀνθ. Π. 7. 637. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κατέδουπε· τέθνηκε». ΙΙ. μεταβ., διὰ τοῦ δούπου «ξεκωφαίνω», Νικήτ. Χρον. 2. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tomber avec un bruit sourd ; tomber en gén.
Étymologie: κατά, δουπέω.

Greek Monotonic

καταδουπέω: μέλ. -ήσω, πέφτω με βαρύ γδούπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταδουπέω: (aor. 2 κατέδουπον) падать с грохотом, рушиться: (Πύρρος) τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ Anth. Пирр пал, пораженный молнией.

Middle Liddell

fut. ήσω
to fall with a heavy sound, Anth.