σκευάριον

From LSJ
Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευάριον Medium diacritics: σκευάριον Low diacritics: σκευάριον Capitals: ΣΚΕΥΑΡΙΟΝ
Transliteration A: skeuárion Transliteration B: skeuarion Transliteration C: skevarion Beta Code: skeua/rion

English (LSJ)

τό, Dim.    I (σκεῦος) small vessel or utensil, mostly in pl., Ar.Ach.451, Ra.172, Pl.809, Pl.Com.121, etc.: sg., Ar.Pl. 1139.    2 implements of gaming, Aeschin.1.59.    II (σκευή) paltry garment, Pl.Alc.1.113e.

German (Pape)

[Seite 893] τό, dim. von σκεῦος und σκευή, bes. Kleidung, Ar. Pax 201 Plut. 809. 839 u. öfter; Plat. Alc. I, 113 e; übh. Möbeln, Aesch. 1, 59; Diphil. bei Poll. 10, 12.

Greek (Liddell-Scott)

σκευάριον: τό, ὑποκορ. Ι. τοῦ σκεῦος, μικρὸν σκεῦοςἀγγεῖον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 451, Βάτρ. 172, Πλ. 809, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, αὐτόθι 1139. 2) ὄργανα παιγνιδίου, Αἰσχίν. 9. 8. ΙΙ. τοῦ σκευή, μικρὸν ἔνδυμα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 113Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit meuble ; τὰ σκευάρια petit mobilier.
Étymologie: σκευή.

Spanish

vaso pequeño , recipiente pequeño

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευάρια
μικρά σκεύη ή αγγεία
2. αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε παιχνίδι για τα κέρδη τών παικτών («συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διέρριπτον εἰς τὴν ὀδόν», Αισχίν.)
3. μικρό ένδυμαοἷον σκευαρίων κατατετριμμένων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Greek Monotonic

σκευάριον: τό, υποκορ. του σκεῦος, μικρό δοχείο ή οικιακό σκεύος, σε Αριστοφ.· σύνεργα παιχνιδιού, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σκευάριον: (ᾰ) τό [demin. к σκεῦος
1) предмет домашней обстановки, преимущ. pl. утварь, вещи, принадлежности Arph., Aeschin.;
2) одежда, платье Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευάριον -ου, τό [σκεῦος] klein stuk huisraad, alg. plur. spulletjes.

Middle Liddell

diminutive of σκεῦος
a small vessel or utensil, Ar.:—implements of gaming, Aeschin.