σκόμβρος
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ὁ,
A mackerel, Scomber scomber, Epich.62, Arist.HA571a12, 597a22, 610b7, PCair.Zen.6.1 (iii B.C.); caught in the Hellespont, Hermipp.63.5, cf. Ar.Eq.1008.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, eine Art Thunfisch, die Makrele, lat. scomber; Ar. Equ. 1003; Ath. VII, 321.
Greek (Liddell-Scott)
σκόμβρος: ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, μετὰ τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maquereau, poisson.
Étymologie: cf. lat. scomber.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του ψαριού σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scomber), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. σκουμπρί].
Greek Monotonic
σκόμβρος: ὁ, είδος θαλασσίου ψαριού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον τόννο, σκουμπρί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκόμβρος: ὁ скумбрия или макрель Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκόμβρος -ου, ὁ makreel.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mackerel (Epich., Ar., Arist. a. o.).
Derivatives: Dimin. σκομβρίδες ἰχθύες H.; also Arist. HA 543 b 5 (v. l. σκορπίδες). Besides, apparently denominative, σκομβρίσαι γογγύσαι. καὶ παιδιᾶς ἀσελγοῦς εἶδος; also σκομβρίζειν as expl. of ῥαθαπυγίζειν H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Because of the verb σκομβρίζειν, which seems toexpress a sound, Strömberg Fischnamen 73 f. wants to consider also σκόμβρος as as an expression of a sound and to connect it with κόμβησαν (s. κόμβα) and κόμπος; more than uncertain. Russ. skomlítь cry slowly etc. (Prellwitz s.v.) remains far; s. Vasmer s.v. -- Lat. LW [loanword] scomber, Russ. LW [loanword] skúmbrija (from NGr. σκουμβρί, pl. -ιά) etc.; s. Thompson Fishes and Vasmer s. v. -- The word may well be Pre-Greek.; cf. Furnée 124.