συμπρεσβύτερος

From LSJ
Revision as of 01:34, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβύτερος Medium diacritics: συμπρεσβύτερος Low diacritics: συμπρεσβύτερος Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sympresbýteros Transliteration B: sympresbyteros Transliteration C: sympresvyteros Beta Code: sumpresbu/teros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A fellow-presbyter, 1 Ep.Pet.5.1, Supp.Epigr. 6.347 (Lycaonia).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, der Mitpresbyter, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est prêtre avec un autre.
Étymologie: σύν, πρεσβύτερος.

English (Strong)

from σύν and πρεσβύτερος; a co-presbyter: presbyter, also an elder.

English (Thayer)

(T WH συνπρεσβυτερος (cf. σύν, II. at the end)), συμπρεσβυτερου, ὁ, a fellow-elder, Vulg. consenior (see πρεσβύτερος, 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
πρεσβύτερος μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, αυτός που είναι επίσης πρεσβύτερος, ιερέας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβύτερος: ὁ товарищ по священническому сану, сопресвитер NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβύτερος -ου, ὁ [σύν, πρεσβύτερος] mede-ouderling. NT.

Middle Liddell

σῠμ-πρεσβύτερος, ὁ,
a fellow-presbyter, NTest.