τρίσπονδος

From LSJ
Revision as of 02:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσπονδος Medium diacritics: τρίσπονδος Low diacritics: τρίσπονδος Capitals: ΤΡΙΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: tríspondos Transliteration B: trispondos Transliteration C: trispondos Beta Code: tri/spondos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-poured, τ. χοαί a triple drink-offering to the dead, of honey, milk, and wine, S.Ant.431.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπονδοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπονδος: -ον, ὁ τρὶς χυθεὶς ἐν εἴδει σπονδῆς, τρ. χοαί, τριπλῆ σπονδὴ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, ἐκ μέλιτος, γάλακτος καὶ οἴνου, χοαῖσι τρισπόνδοις τὸν νέκυν στέφει Σοφ. Ἀντ. 431, πρβλ. Ὀδ. Λ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois libations ; τρίσπονδοι χοαί SOPH libation d’un triple mélange, càd de lait, de miel et de vin.
Étymologie: τρεῖς, σπονδή.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τρίσπονδοι χοαί» — τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί-σπονδος].

Greek Monotonic

τρίσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που έχει χυθεί τρεις φορές για σπονδή, τρίσπονδαι χοαί, τριπλή σπονδή προς τιμή των νεκρών από μέλι, γάλα και κρασί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρίσπονδος: (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσπονδος -ον [τρι-, σπένδω] drie maal geplengd.

Middle Liddell

τρί-σπονδος, ον, σπονδή
thrice-poured, τρ. χοαί a triple drink-offering, of honey, milk, and wine, Soph.