ταυροφάγος

From LSJ
Revision as of 02:06, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροφάγος Medium diacritics: ταυροφάγος Low diacritics: ταυροφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurophágos Transliteration B: taurophagos Transliteration C: tavrofagos Beta Code: taurofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A bull-eating, epith. of Dionysus, S.Fr.668; applied to Cratinus by Ar.Ra.357 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1074] Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων ταῦρον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ἀποσπ. 594· ὅθεν ὁ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 357 μεταφέρει αὐτὸ εἰς τὸν Κρατῖνον, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 52 («ταυροσφάγον: τὸν Διόνυσον Σοφοκλῆς ἐν Τυροῖ· ἀντὶ τοῦ ὅτι τοῖς τὸν διθύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο· ἢ τὸν ὠμηστήν, ἀφ’ οὗ καὶ ἐπὶ τὸν Κρατῖνον μετήνεγκε τοὔνομα Ἀριστοφάνης» Φώτιος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de taureau (ép. de Dionysos ; et de Cratinos, à cause du taureau décerné aux poètes dithyrambiques dans certains concours).
Étymologie: ταῦρος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο
2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Κρατίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φάγος].

Greek Monotonic

ταυροφάγος: [ᾰ], -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ταύρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροφάγος: (ᾰγ) поедающий быков
1) эпитет Диониса Soph.;
2) эпитет поэта Кратина Arph.

Middle Liddell

ταυρο-φάγος, ον, [φᾰγεῖν]
bull-eating, Ar.