ὑποστέγω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
A cover up, X.Cyn.5.10; contain, hold, Placit.4.22.2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστέγω: κρύπτω, καλύπτω ὑποκάτω, Ξεν. Κυνηγ. 5. 10.
French (Bailly abrégé)
cacher en dessous.
Étymologie: ὑπό, στέγω.
Greek Monolingual
Α
υποστεγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στέγω «στεγάζω»].
Greek Monotonic
ὑποστέγω: κρύβω, καλύπτω από κάτω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστέγω: прикрывать, закрывать (τι Xen.).
Middle Liddell
to hide under, Xen.