ὑφοράω

From LSJ
Revision as of 02:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφοράω Medium diacritics: ὑφοράω Low diacritics: υφοράω Capitals: ΥΦΟΡΑΩ
Transliteration A: hyphoráō Transliteration B: hyphoraō Transliteration C: yforao Beta Code: u(fora/w

English (LSJ)

aor. ὑπεῖδον (v. infr.),

   A look at from below, eye stealthily, view with suspicion or jealousy, suspect, τινα X.An.2.4.10; τί μάτην . . ὑπό μ' ἴδες; S.Ichn.172 (lyr.):—Pass., D.11.4, Plu.Rom. 8:— freq. in Med., ὑφορῶμαι (aor. ὑπειδόμην, v. sub voce), in same sense, Th.3.40, X.Mem.2.7.12, Is.2.7, D.18.43, Arist.HA629b10: folld. by μή, Plb.3.18.8, etc.: abs., Luc.D Deor.19.1.—Cf. ὑποβλέπω, ὑποψία, ὕποπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφοράω: βλέπω, προσβλέπω κάτωθεν, ῥίπτω λαθραῖα βλέμματα, ὑποπτεύω, τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. ὑπειδόμην. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. ὑποβλέπω, ὑποψία. ὕποπτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;
Moy. ὑφοράομαι-ῶμαι (f. ὑπόψομαι, ao.2 ὑπειδόμην) m. sign.
Étymologie: ὑπό, ὁράω.

Greek Monotonic

ὑφοράω: μέλ. ὑπ-όψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-εῖδον και Μέσ. -ειδόμην· παρατηρώ, κοιτάζω από χαμηλά, βλέπω με καχυποψία ή ζήλια, υποπτεύομαι, τινά, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφοράω: (fut. ὑπόψομαι, aor. 2 ὑπειδόμην) тж. med.
1) относиться с подозрением, глядеть с недоверием, подозревать (τινα Xen., Dem.): ὑφορῶμενος ὑπό τινος Plut. находящийся на подозрении у кого-л.;
2) опасаться (τι Polyb.): ὑφεωρᾶτο μὴ πολυχρόνιον συμβῇ γενέσθαι τὴν πολιορκίαν Polyb. он опасался, что осада затянется.

Middle Liddell

fut. ὑπ-όψομαι aor2 ὑπ-εῖδον and mid. -ειδόμην
to look at from below, view with suspicion or jealousy, suspect, τινά Thuc., etc.