φιλήδονος

From LSJ
Revision as of 02:32, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήδονος Medium diacritics: φιλήδονος Low diacritics: φιλήδονος Capitals: ΦΙΛΗΔΟΝΟΣ
Transliteration A: philḗdonos Transliteration B: philēdonos Transliteration C: filidonos Beta Code: filh/donos

English (LSJ)

ον, (ἡδονή)

   A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φ., = φιληδονία, Plu.2.1094a.    2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.

German (Pape)

[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime ou recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.

English (Strong)

from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.

English (Thayer)

φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐ-ήδονος].

Greek Monotonic

φῐλήδονος: -ον (ἡδονή
1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ.
2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήδονος: 1) любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ φυγόπονος Polyb.; φ. ὁ Πάρις Plut.);
2) дарящий наслаждение: φιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος.

Middle Liddell

φῐλ-ήδονος, ον, ἡδονή
1. fond of pleasure, Luc., etc.
2. wont to bring delight, Anth.