χειμάδιον
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
τό,
A winter dwelling, winter quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: esp. in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter quarters, Plu.Sert.6, cf. Luc.3, Eum.15, Jul.Ep.98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; ἡ χειμαδία (sc. ὥρα) Et.Gud.563.53.
German (Pape)
[Seite 1342] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
χειμάδιον: τό, μέρος κατάλληλον ἵνα διέλθῃ τις τὸν χειμῶνα, κοινῶς «χειμαδιό», χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Δημ. 49. 3· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χειμάδια πήγνυμαι, ὁρίζω τὸν τόπον ἐν ᾧ θὰ παραχειμάσω, παρασκευάζω τὴν χειμερινὴν κατοικίαν μου, Πλουτ. Σερτ. 6, πρβλ. Λούκουλλ. 3, Εὐμ. 15. ― Τὸ ἐπίθ. χειμάδιος, α, ον, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Α΄, 62 καὶ Σουΐδ.· ἡ χειμαδία (ἐξυπακ. ὥρα) Γουδιαν. Ἐτυμ.· πρβλ. χειμασία.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. χειμάδι.
Greek Monotonic
χειμάδιον: [ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χειμάδιον: τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.
Middle Liddell
χειμάδιον, ου, τό, [from χεῖμα
a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter-quarters, Plut.