κινδύνευμα
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό,
A hazard, venture, S.OC564, Ant.42, E. IT1001, Pl.R.451a, etc.
German (Pape)
[Seite 1439] τό, das Wagstück, das kühne Unternehmen; Soph. Ant. 42 O. C. 570; Eur. I. T. 1001; Plat. Rep. V, 451 a; Folgde, wie Luc. Hermot. 1.
Greek (Liddell-Scott)
κινδύνευμα: ῡ, τό, τολμηρὸν καὶ ἐπικίνδυνον ἐπιχείρημα, Σοφ. Ο. Κ. 564, Ἀντ. 42, Εὐρ. Ι. Τ. 1001, Πλάτ. Πολ. 451Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
entreprise hardie, trait de bravoure ou de hardiesse.
Étymologie: κινδυνεύω.
Greek Monolingual
κινδύνευμα, τὸ (Α) κινδυνεύω
επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ' ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ' ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
κινδύνευμα: [ῡ], -ατος, τό (κινδυνεύω), διακινδύνευση, τόλμημα, εγχείρημα, τολμηρό εγχείρημα, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κινδύνευμα: ατος (δῡ) τό смелый замысел, отважное предприятие, опасное решение, рискованный шаг: ποῖόν τι κ.; Soph. что ты задумал(а)?; τὸ κ. κινδυνεύειν Plat. подвергать себя опасности.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινδύνευμα -τος, τό [κινδυνεύω] risico, waagstuk.
Middle Liddell
κινδύ¯νευμα, ατος, τό, κινδυνεύω
a risk, hazard, venture, bold enterprise, Soph., Eur.