κρυμώδης
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
ες,
A icy-cold, frozen, Hp.Vict.2.65 (κρυμν- codd.), D.P. 780, Men.Prot.p.47 D.; Ἄλπεις AP9.561 (Phil.): Comp., Ph.2.298, Metop. ap. Stob.3.1.116: Sup., Ael.NA3.13.
German (Pape)
[Seite 1515] ες, frostig, eiskalt; Ἄλπεις Philp. 68 (IX, 561); ὄχθαι D. Per. 780; Ael. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρυμώδης: -ες, (εἶδος) ψυχρός, πεπηγώς, παγετώδης, Ἱππ. 364. 28. Ἀνθ. Π. 9. 561, Διογ. Π. 780.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
glacé.
Étymologie: κρυμός, -ωδης.
Greek Monolingual
κρυμώδης, -ῶδες (AM)
ψυχρός, παγερός («κείνου δ' ἂν ποταμοῑο περὶ κρυμώδεας ὄχθας», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. -ώδης].
Greek Monotonic
κρυμώδης: -ες (εἶδος), ψυχρός, παγετώδης, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυμώδης -ες [κρυμός] bevroren.
Russian (Dvoretsky)
κρῡμώδης: Anth. = κρυόεις 1.