κρεηδόκος

From LSJ
Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεηδόκος Medium diacritics: κρεηδόκος Low diacritics: κρεηδόκος Capitals: ΚΡΕΗΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreēdókos Transliteration B: kreēdokos Transliteration C: kreidokos Beta Code: krehdo/kos

English (LSJ)

ον,

   A = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. κρειοδόκος.

Greek Monolingual

κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντο-δόκος, θυο-δόκος.

Greek Monotonic

κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).

Middle Liddell

δέχομαι
containing flesh, Anth.