λαπάζω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 16] praes. nur Ath. VIII, 362, f, fut. λαπάξω, ausleeren, abführen, eigtl. von den Exkrementen, bes. den durch Verstopfung verhärteten Leib erweichen, u. im med. weichen, offenen Leib bekommen, Medic., u. so auch λαπάσσω; Galen. erkl. λαπαχθῆναι κυρίως μὲν τὸ κενωθῆναι, διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὸ μαλαχθῆναι. – Uebertr., ἄστυ, plündern, Aesch. Spt. 47. 513. Vgl. ἀλαπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰπάζω: χάριν τοῦ μέτρου, ἀντὶ ἀλαπάζω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
c. λαπάσσω.
Greek Monolingual
λαπάζω (Α)
αλαπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αλαπάζω].
Greek Monotonic
λᾰπάζω: ποιητ. αντί ἀλαπάζω.
Middle Liddell
λᾰπάζω, [poetic for ἀλαπάζω.]