αλαπάζω
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
Greek Monolingual
ἀλαπάζω (Α)
1. αδειάζω, εξαντλώ
2. καταβάλλω, κατανικώ
3. εκπορθώ, λεηλατώ
4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ- δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή της λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ- είναι προθεματικό στοιχείο από υστερογενή ανάπτυξη ή συστατικό του θέμ. που αργότερα σιγήθηκε. [Πρβλ. λ.χ. τ. μέλλοντα λαπάξω στον Αισχύλο
ενεστ. τ. λαπάσσω «αδειάζω», ιατρ. όρο
γλώσσα λαπάζειν «ἐκκενοῦν, ἀφ’ οὗ καὶ τὸ ὄρυγμα» στον Ησύχιο και λαπαδνόν (= ἀλαπαδνόν) στις Ευμενίδες του Αισχύλου]. Οπωσδήποτε, η χρήση του τ. ἀλαπάζω ιδίως μετά τον Ὀμηρο, είναι πολύ περιορισμένη, συσχετίζεται δε ετυμολογικά με τις λέξεις λάπαθος, λαπάρη κ.τ.ό., ενώ από άλλους συνδέεται με το σανσκρ. alpa- «μικρός» και το λιθ. alpstu «αποκάμνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαπαδνός.