μετεωροσκόπος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ὁ,
A stargazer, Pl.R.488e. II -σκόπον, τό, = foreg., Simp. in Cael.548.30.
German (Pape)
[Seite 160] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ ἀδολέσχης, Plat. Rep. VI, 488 a.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe les phénomènes ou les corps célestes.
Étymologie: μετέωρος, σκοπέω.
Greek Monolingual
ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό)
νεοελλ.
μετεωρολόγος
αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα
2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].
Greek Monotonic
μετεωροσκόπος: ὁ, αιθεροβάμων, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροσκόπος: ὁ созерцающий небесные явления, звездочет Plat.
Middle Liddell
μετεωρο-σκόπος, ὁ,
a star-gazer, Plat.