παλινσκοπιά
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
ἡ,
A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.
Greek Monolingual
παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.
Greek Monotonic
παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινσκοπιά: ἡ взгляд назад Eur.
Middle Liddell
παλιν-σκοπιά, ἡ,
a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.