Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 05:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
Sophocles, Antigone, 781

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἔζομαι), sich rings umher niedersetzen, umzingeln; τὸ τεῖχος, Dem. 59, 102; περικαθεσθέντες Luc. V. Il. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθέζομαι: ἀποθ., κάθημαι ὁλόγυρα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 23, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· μετ’ αἰτ., κάθημαι ὁλόγυρα, πολιορκῶ πόλιν, Δημ. 1379. 23.

French (Bailly abrégé)

ao. περικαθέσθην;
s’asseoir autour : περί τι autour de qch.
Étymologie: περί, καθέζομαι.

Greek Monolingual

Α καθέζομαι
1. κάθομαι ολόγυρα
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ.

Greek Monotonic

περικαθέζομαι: αποθ., κάθομαι ολόγυρα, σε Λουκ.· με αιτ., κάθομαι ολόγυρα, πολιορκώ την πόλη, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθέζομαι:
1) садиться вокруг (περί τι Luc.);
2) облагать, осаждать (τὸ τεῖχος πολλῇ δυνάμει Dem.).

Middle Liddell


Dep. to sit down round, Luc.: c. acc. to sit down round a town, Dem.