φούσκα

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη
2. μεγάλη φυσαλλίδα
3. φλύκταινα, φουσκάλα
4. μπαλόνι
5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα
6. βοτ. κοινή ονομασία του είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens του γένους κολουτέα, που απαντά σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, αλλ. αγριοσιναμική
7. ναυτ. το ισχίο του πλοίου
8. ζωολ. κοινή ονομασία τών ασκιδίων
9. φρ. α) «αέρας της φούσκας»
ναυτ. επίφορος άνεμος
β) «αρμενισιά της φούσκας»
ναυτ. επίφορη ιστιοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φύσκη «κύστη», με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)].
(II)
ἡ, Α
ξινό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. posca «ξινό κρασί»].