αγαθός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγαθός, -ή, -όν)
καλός, χρηστός, ενάρετος
νεοελλ.
1. καλόψυχος, άκακος
2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος
3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό
αρχ.
1. συνετός, φρόνιμος
2. ευγενής στην καταγωγή
3. γενναίος, ανδρείος
4. αυτός που έχει επίδοση σε κάτι, άξιος, ικανός
5. η κλητ. ἀγαθέ
ως επιφών. νουθεσίας ή ειρωνείας
6. (για πράγματα) χρήσιμος
7. το ουδ. ως ουσ. ευεργεσία, ωφέλεια
8. στον πληθ. τα αγαθά
πλεονεκτήματα, προτερήματα
9. φρ. «ἀγαθόν ἐστι» + απαρέμφ.
είναι καλό να...