κόντρα
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Greek Monolingual
(Μ κόντρα)
επίρρ.
1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο»)
2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα»)
3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» — εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον
νεοελλ.
1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η κόντρα
το ξύρισμα που γίνεται αντίθετα με τη φορά τών τριχών, μετά το πρώτο ξύρισμα
2. (ως θηλ. ουσ.) η κόντρα
α) ονομασία ενός από τα σχοινιά της αρματωσιάς του πλοίου, ιδίως του ιστιοφόρου, κν. μούρα
β) συναγωνισμός ταχύτητας μεταξύ μοτοσυκλετιστών ή οδηγών αυτοκινήτων
3. φρ. «κρατάω κόντρα» — κρατάω κάτι από την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ κάποιος άλλος το τραβάει ή το ωθεί από την άλλη πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contra].