περίστροφος

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστροφος Medium diacritics: περίστροφος Low diacritics: περίστροφος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: perístrophos Transliteration B: peristrophos Transliteration C: peristrofos Beta Code: peri/strofos

English (LSJ)

ον,

   A turning round : turning in a socket, κοτύλαι Aret.SD2.12.    II Subst., twisted rope, f.l. for περιδρόμους in X.Cyn.2.6.    III περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 595] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.

Greek (Liddell-Scott)

περίστροφος: -ον, ὁ περιεστραμμένος· ἐπίρρ. -φως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 58. ΙΙ. ὡς οὐσ., σχοινίον συνεστραμμένον, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κυν. 2. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίστροφος, -ον ΝΑ περιστρέφω
περιστροφικός
νεοελλ.
1. περιεστραμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο
μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ της κάννης και του συστήματος επίκρουσης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. περίστροφος
σχοινί συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη συστολή και διαστολή του θηρευτικού διχτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὑποσφραγῑδος τόπος».

Russian (Dvoretsky)

περίστροφος: ὁ веревка для вдержки (стягивания сети) Xen.