τώρα

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμήτώρα Μάγια, τώρα δροσιά, τώρ' άνοιξη κι αηδόνια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. πριν ή μετά από λίγο («τώρα θα φύγω»)
2. φρ. α) «από [τα] τώρα» — από τόσο νωρίς
β) «έως τώρα» — μέχρι αυτήν την ώρα, μέχρι αυτήν τη στιγμή
γ) «τώρα και άλλη μια φορά» — λέγεται για πράγμα ή γεγονός που έχει ήδη γίνει («γύρισες κιόλας; — Τώρα και άλλη μια φορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί με κράση από την αρχ. φρ. τῇ ὥρα (ταύτῃ), ενώ, κατ' άλλους, τῇ ὥρα > τὸ ὥρα (κατ' επίδραση τών: τὸ νῦν, τὸ σήμερον, τήμερον) > τώρα].