ἀντωνομασία

From LSJ
Revision as of 13:01, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνομασία Medium diacritics: ἀντωνομασία Low diacritics: αντωνομασία Capitals: ΑΝΤΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: antonomasía Transliteration B: antonomasia Transliteration C: antonomasia Beta Code: a)ntonomasi/a

English (LSJ)

ἡ, antonomasia,

   A use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa, Trypho Trop.2.17, Ps.-Plu.Vita Hom.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.Herc.1014.19,20.    2 nomination of his successor by retiring official, POxy.1642.15 (iii A.D.).    II Gramm., = ἀντωνυμία, pronoun, or the use of it, D.H.Comp.2, A.D. Pron.4.18.    III Arith., contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.

German (Pape)

[Seite 264] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντονομασία: ἡ, ἡ χρῆσις ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, βίος Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ ἀντωνυμία, ἢ ἡ χρῆσις αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀντωνομασία Plu.Vit.Hom.24, A.D.Pron.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.Nest.M.86.1637D
I nombramiento de un sucesor por retiro oficial, POxy.1642.15 (III d.C.).
II gram.
1 antonomasia uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho Trop.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.
2 pronombre D.H.Comp.7.7, A.D.Fron.4.18.
3 cambio de nombre de Ἄβραμ en Ἀβραάμ Cyr.Al.l.c.
III mat. denominación contraria Nicom.Ar.1.23.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.

Russian (Dvoretsky)

ἀντονομᾰσία:
1) рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо Ἀχιλλεύς);
2) грам. местоимение.